- μονόζυξ
- μονό-ζυξ, υγος, u. μονο-ζυγής, einspännig, einzeln, allein, vom Ehegemahl verlassen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονόζυξ — μονόζυξ, ό και ἡ (Α) 1. μόνος, μονάχος 2. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει άντρα ή αυτή που τήν εγκατέλειψε ο άντρας της («εὐνατῆρα προπεμψαμένα λείπεται μονόζυξ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ζυξ (< ζεύγνυμι «βάζω σε ζυγό»), πρβλ. μελανό … Dictionary of Greek
μονόζυξ — μόνοζυξ yoked alone fem nom/voc sg μονόζυξ masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοζυγές — μονόζυξ masc/fem voc sg μονόζυξ neut nom/voc/acc sg μονοζυγής masc/fem voc sg μονοζυγής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοζύγων — μόνοζυξ yoked alone fem gen pl μονόζυξ masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόζυγα — μόνοζυξ yoked alone fem acc sg μονόζυξ masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοζυγής — μονοζυγής, ές (Α) μονόζυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ζυγής (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ζύγ ην), πρβλ. ισο ζυγής, καλλι ζυγής] … Dictionary of Greek